σερβάντα

σερβάντα
sideboard

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σερβάντα — και σερβάν, η, Ν έπιπλο τής τραπεζαρίας, γνωστό και ως μπουφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servante «υπηρέτρια» < servir (< λατ. servio «υπηρετώ»). Το έπιπλο ονομάστηκε έτσι, επειδή εξυπηρετούσε στο σερβίρισμα] …   Dictionary of Greek

  • σερβάντα — η (λ. γαλλ.), έπιπλο στο οποίο τοποθετούν τα γυαλικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”